- καθεκτός
- καθεκτός, -ή, -όν (Α)1. αυτός που επιδέχεται αναχαίτιση, δεκτικός συγκράτησης, εμποδιζόμενος, αναχαιτιζόμενος («θρασὺς καὶ βδελυρὸς οὐδὲ καθεκτός», Δημοσθ.)2. δεκτικός κατοχής («τῶν πραγμάτων οὐκέτι πολλοῑς ὄντων καθεκτῶν» — επειδή η εξουσία δεν ήταν πλέον δυνατό να κρατηθεί στα χέρια πολλών, Πλούτ.)3. ο αρπαγμένος από κάποιον4. εφικτός, καταληπτός4. φρ. «ἐν τῷ καθεκτῷ εἶναι» — να κρατηθεί κάποιος, να περιορίσει τον εαυτό του, να μείνει αδιάφορος.επίρρ...καθεκτῶς (Α)με τρόπο που επιδέχεται αναχαίτιση και περιορισμό («οὐ καθεκτῶς» — έτσι ώστε να μην περιορίζεται κανείς, Φιλόστρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. ρηματ. επίθ. σε -ός τού ρ. κατ-έχω με σημασία «συγκρατώ, εμποδίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.